- πισσήεις
- -εσσα, -εν, Ααυτός που είναι γεμάτος πίσσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + κατάλ. -ήεις (πρβλ. τολμ-ήεις)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πισσήεντα — πισσήεις of pitch neut nom/voc/acc pl πισσήεις of pitch masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πισσήρης — ῆρες, Α (ποιητ. τ.) 1. πισσήεις* 2. πισσοκώνητος* 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ πισσήρης (ενν. κηρωτή) έμπλαστρο με πίσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + κατάλ. ήρης* (Ι) (< ἀραρίσκω «συνδέω») με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. ξιφ ήρης)] … Dictionary of Greek
πισσηρός — ά και ιων. τ. πισσηρή, όν, Α 1. αυτός που έχει κατασκευαστεί από πίσσα ή που είναι γεμάτος πίσσα, πισσήεις* 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πισσηρά (ενν. κηρωτή) αλοιφή παρασκευασμένη από πίσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + κατάλ. ηρός (πρβλ. νοσ ηρός)] … Dictionary of Greek